- Σινικό Τείχος
- Το μεγάλο τείχος της Κίνας. Κατά την παράδοση οικοδομήθηκε τον 3o αι. π.Χ. από το Σι Χουάνγκ-Τι της δυναστείας των Τσ’ ιν. Βλ. λ. Κίνα.
Άποψη του Σινικού Τείχους από ψηλά (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τείχος — το ους, πληθ. τείχη, τα, ψηλόχτιστο αμυντικό οχύρωμα πόλης ή άλλου χώρου: Τα μακρά τείχη της Αθήνας. – Σινικό τείχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
σινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κίνα ή στους Κινέζους («Σινική Θάλασσα») 2. αυτός που προέρχεται από την Κίνα 3. φρ. α) «Σινικό Τείχος» τείχος τού 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα στα βόρεια τής Κίνας, το μεγαλύτερο σωζόμενο αρχαίο τείχος… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Φρις, Μαξ — (Frisch, Ζυρίχη 1911 – 1991). Ελβετός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Σπούδασε αρχιτεκτονική, άρχισε από το 1934 να γράφει άφθονα πεζογραφήματα, αλλά μόνο έπειτα από 20 χρόνια απέκτησε τη διεθνή αναγνώριση με τον Stiller (1954), αθρωπιστικό… … Dictionary of Greek
σινικός — ή, ό 1. κινεζικός: Σινικό τείχος. – Σινική θάλασσα. 2. «σινική μελάνη», είδος μελάνης κατάλληλης για σχέδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek